Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Ανάμνηση ελληνικό

Έφθασα στο Τσιριγότο (τα Αντικύθηρα) μίαν αυγή, τις πρώτες ημέρες του Μαΐου 1943, μετά από ολονύκτιο ταξίδι με ένα καΐκι από τα Κύθηρα, το μεγάλο νησί μητέρα, που τ’ όνομά του φέρνει στο νου το μύθο και την παράδοση της γέννησης της Αφροδίτης. Ήμουν παγωμένος, ωχρός και αναστατωμένος, μετά από τη νυκτερινή ταλαιπωρία στο κατάστρωμα του μικρού ψαράδικου, έρμαιου της φουρτουνιασμένης θάλασσας, μ’ εκείνο το επίμονο συνεχές γκρίνιασμα της μηχανής που αγκομαχώντας προσπαθούσε να σπρώξει το σκάφος στον αγώνα του κατά των κυμάτων. Η ναυτία πάντα με τυράννησε, η καταραμένη, μία πρώτη δε βασανιστική εμπειρία την είχα λάβει κατά την πρώτη διαδρομή και πάντα τη νύχτα από το Γύθειο στα Κύθηρα.

Αφού έβγαλα τη ψυχή μου με τον εμετό, ξάπλωσα ανάσκελα, εξαντλημένος, στο κατάστρωμα. Ο ναύτης φρουρός που με παρακολουθούσε περνώντας δίπλα μου, στο πήγαινε – έλα του με λυπήθηκε και με σκέπασε, απλώνοντας έναν μεγάλο αδιάβροχο μουσαμά, πάνω από το σώμα μου, πάνω από το φτωχό ανθρώπινο κατάκοιτο, κουρέλι, που με προστάτευε από το θαλασσινό νερό που με κατάβρεχε επίμονα κάθε φορά που τα ορμητικά κύματα έσπαζαν στις κουπαστές. Για πρώτη φορά διαπίστωνα εγώ ο ίδιος την αλήθεια για ένα σύμπτωμα που χαρακτηρίζει τη ναυτία, την αδιαφορία για το θάνατο, ένα είδος απόστασης, μαζί με μία ενδόμυχη επιθυμία της ύστατης αυτής στιγμής.

Μέσα σ’ αυτό το σενάριο τραγωδίας, ανάμεσα στους συριγμούς του ανέμου και τους κρότους της θάλασσας, δεν έλειψαν όμως και τα κωμικά στιγμιότυπα στρατιωτών οι οποίοι, θύματα και αυτοί της τυραννίας του εμετού, κατέφευγαν σε εμένα τον μόνο γιατρό στο σκάφος, ζητώντας βοήθεια.

Ποια βοήθεια όμως ήταν δυνατό να δώσω στα παιδιά αυτά εκτός από τη συμβουλή να ξαπλώσουν όπως εγώ ανάσκελα και να σκεφτούν τι το χειρότερο θα μπορούσε να μας συμβεί εάν ένα εχθρικό υποβρύχιο μας εντόπιζε;


Είναι γνωστό ότι μετά την αποβίβαση, όταν φτάσει κανείς στο λιμάνι προορισμού τα πάντα ξεχνιούνται, ξαναβρίσκει κανείς τον εαυτό του, τη χαρά της ζωής. Έτσι και για μένα στα Κύθηρα την πρώτη φορά, όπου μεταξύ των άλλων ξαναβρήκα στο φαγητό λησμονημένες γεύσεις, τη γεύση του λευκού ψωμιού, του νόστιμου αρνίσιου κρέατος, των νωπών λαχανικών. Δυσάρεστη όμως ήταν η επαφή με τη ρετσίνα και με το χλώριο του νερού.

Η δεύτερη αποβίβασή μου, όταν τρικλίζοντας πάτησα το έδαφος στο Τσιριγότο, μου έμεινε στη μνήμη για την επίμονη συνεχή ναυτία που με τυράννησε επί δύο ημέρες και δεν με άφησε να θαυμάσω την ατόφια ομορφιά του τόπου που έμελλε να γίνει πεδίο δράσης μου αφού είχα την ιδιότητα του στρατιωτικού γιατρού των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων.

Την εποχή εκείνη, όλοι μας στην Ιταλία είχαμε πια συνειδητοποιήσει ότι η άθλια καταστροφική εμπειρία μας στο πλευρό της Γερμανίας τέλειωνε. Πράγματι, τουλάχιστο για μας, τα γεγονότα ακολούθησαν σπασμωδικά το ένα το άλλο σε μία ταχύτατη αλληλουχία. Στις 18 Σεπτεμβρίου τον ίδιο χρόνο ο Στρατάρχης Μπαντόλτζιο υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση της Ιταλίας.

Σήμερα, ύστερα από πενήντα χρόνια, όταν η σκέψη μου τρέφεται και πάλι στους τέσσερις εκείνους μήνες της ζωής μου στο Τσιριγότο (πρώτες ημέρες του Μαΐου – 20 Σεπτεμβρίου 1943), ευχαριστώ πάντα το Θεό για την αποστασία του και γιατί, χωρίς καν να το νιώσω εκπλήρωσε τις ενδόμυχες προσδοκίες μου.

Όταν με κάλεσαν στο στρατό και με έστειλαν στη Χώρα πέραν από το Πέλαγος, την Ελλάδα, αντί να ανησυχώ για το τί το δυσάρεστο θα μπορούσε να μου συμβεί, με ευχαριστούσε η ιδέα ότι θα γνώριζα νέους τόπους και θα πλησίαζα νέους ανθρώπους. Τις λίγες ημέρες που έμεινα στην Αθήνα, έμενα έκθαμβος με ολάνοικτα μάτια εμπρός από τα θαύματα του Παρθενώνα, και μου κέντριζαν την όρεξη, το λευκό ψωμί, οι γίγαντες, οι ελιές, οι αλμυρές σαρδέλες, που στο Μιλάνο είχαν γίνει πια αμυδρή ανάμνηση.

Με προόριζαν στη στρατιωτική διοίκηση της Καλαμάτας στη Νότια Πελοπόνησο, δυστυχώς, σε μία περιοχή ελονοσίας και με κίνδυνο να καταλήξω στη Μεσσηνία, τη γειτονική πεδιάδα εκεί που ο τριταίος πυρετός θέριζε τη ζωή πολλών στρατιωτών. Αντιθέτως όταν έφθασα εκεί με έστειλαν στο Τσιριγότο, που για πρώτη φορά άκουσα ένα μικρό νησάκι καταμεσής της Μεσογείου σε μισό δρόμο από τη Πελοπόννησο στην Κρήτη. Συνήθιζαν να στέλνουν εκεί τους «φρέσκους» αξιωματικούς που μόλις έφθαναν από την Ιταλία για να απαλλάξουν τους άλλους από τη πλήξη της απομόνωσης. Έσπευσαν πράγματι να με πληροφορήσουν ότι το ταχυδρομείο έφθανε μία φορά το μήνα, εις αντάλλαγμα όμως με διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε εκεί ελονοσία.

Αυτό ήταν ένα άλλο σημάδι της μοίρας, όχι μόνον η απουσία κουνουπιών λόγω της ειδικής χωρογραφίας του νησιού (ένας σωρός βράχων που εν μέρει κατέληγαν απότομοι στη θάλασσα, ξηρό κλίμα, παντελής απουσία πεδιάδων και ελών), αλλά, θαύμα θαυμάτων, λίγα μόλις μέτρα από το σημείο της αποβίβασης στον ομφαλό ενός φυσικού κόλπου, μαντεύτε τι βρήκα! Μία άφθονη πηγή γλυκού νερού που ανάβλυζε δροσερή από τα σπλάχνα του βράχου και που οι ιταλοί στρατιώτες είχαν διοχετεύσει σε ένα μεταλλικό σωλήνα διαμέτρου δέκα εκατοστών. Κρίμα που το πολύτιμο αυτό στοιχείο εχάνετο συνεχώς στη θάλασσα.

Άλλα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος που θυμάμαι σήμερα με νοσταλγία ήταν η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος και κάθε είδους μηχανοκίνητου οχήματος, αντί δρόμων μονοπάτια, συστάδες χαμηλών σπιτιών με χωματένια δάπεδα, κάτοικοι λίγο πάνω από τους εκατό, πολλά γαϊδούρια. Το ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα αποτελείτο από εκατό στρατιώτες του πεζικού και του πυροβολικού, με επικεφαλής δύο αξιωματικούς, ένα μόνιμο υπολοχαγό και ένα μόνιμο ανθυπολοχαγό, κι εμένα τρίτο αξιωματικό στρατιωτικό γιατρό με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Υπήρχαν επίσης δύο σταθμοί διαβιβάσεων, ένας στο νοτιότερο μέρος του νησιού οργανωμένος από το ιταλικό ναυτικό και ένας στο ψηλότερο λόφο όπου ζούσαν κατασκηνωμένοι τέσσερεις Γερμανοί στρατιωτικοί. Εγώ τότε τα κατάφερνα αρκετά καλά με τα γερμανικά και κατόρθωσα έτσι να δημιουργήσω μία σχέση εγκάρδιας συμβίωσης, τόσο που μετά τη δική μου άφιξη, κατά το ηλιοβασίλεμα όταν ήταν ώρα της διανομής του ζεστού συσσιτίου μας, οι τέσσερεις γερμανοί κατέβαιναν για να φάνε μαζί μας ότι τους δίναμε με πολύ απλοχεριά. Θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι η τροφή τους ήταν αποκλειστικά και μόνον γαλέτες και κονσέρβες κουτιού, ενώ εμείς διαθέταμε ως και κρασί και πολύ φρέσκο ψαρί.

Ποια η απασχόλησή μου σ’ αυτή τη γωνία του επί της γης παραδείσου; Οι στρατιώτες, Δόξα Τω Θεώ, είχαν σιδερένια υγεία. Έτσι εγώ ήμουν ευτυχής γιατί μπόρεσα να διαθέσω τις υπηρεσίες μου, δωρεάν, για τις ανάγκες του πληθυσμού.

Κάθε πρωί φορώντας σορτς και αρβύλες με καρφιά άρχιζα τις επισκέψεις μου σε όλα τα σπίτια όπου με φώναζαν. Αυτό ήταν ευκαιρία για να γνωρίσω στο μάκρος και στο πλάτος του ολόκληρο το νησί (μήκος χιλιόμετρα 8, πλάτος σχεδόν χιλιόμετρα 3), και να απολαύσω ότι η άγρια φύση του πρόσφερε στις αισθήσεις μου, τα ζωηρά χρώματα, τις ανταύγειες, το κελάιδισμα των πουλιών, το φλοίσβο της θάλασσας, τις δυνατές μυρωδιές του θαμνοδάσους και των μεσογειακών φυτών, που μου έφερναν όλα στο νου τις ίδιες μυρωδιές της πατρίδας μου της Πούλιας. Αξέχαστη μου έμεινε η επαφή και η σχέση μου με τον κόσμο του νησιού με υποδέχονταν σε πεντακάθαρα πάντα σπίτια και εμένα άφωνος εμπρός από τη συμπεριφορά και τη φινέτσα των συνομιλητών μου, σχεδόν πάντα γυναικών, οι οποίοι με τις χειρονομίες των, τουλάχιστον αυτήν την ιδέα είχα σχηματίσει, μου απεκάλυπταν την καταγωγή από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Κάθε φορά δεν έλειπε το ποτηράκι του ούζου, του ελληνικού εθνικού ποτού με βάση το γλυκάνισο και οι φέτες μικρών καρπουζιών που στο χωριό μου λέγονται «καροζέλλι» στην τοπική διάλεκτο. Όταν γύριζα στο κατάλυμά μου, ένα ασβεστωμένο δωμάτιο με ένα μικρό κρεβάτι πάνω από το οποίο υπήρχε μία τέντα από γάζα, σαν προστασία από τις ανηλεείς επιθέσεις των κουνουπιών, άλλαζα για να πάω στη θάλασσα μετά τον απογευματινό υπνάκο.

Ποτέ μετά από τότε δεν είχα την τύχη να ευχαριστηθώ τόσο μακρές θαλασσινές διακοπές (4 μήνες). Εκεί έμαθα να βουτάω από ένα κάποιο ύψος και επιδόθηκα σε μακρές προπονήσεις κολύμβησης αντοχής, με ένα ενδόμυχο φόβο μήπως χρειαστεί κατά ένα τυχόν πολεμικό ναυάγιο κατά το ταξίδι επιστροφής στην ξηρά.

Σε επίπεδο εξάσκησης της επαγγελματικής μου ιδιότητας και της ειδικότητάς μου, μου έτυχε να με φωνάξουν τη νύχτα για να βοηθήσω στον τοκετό μία γυναίκα η οποία δεν κατόρθωνε να ελευθερωθεί. Άξιζε να φωτογραφηθεί η σκηνή που συνάντησα: Η γυναίκα με έκφραση πόνο στο πρόσωπό της, καθισμένη σε μία κασόνα συσκευασίας, δύο άλλες γυναίκες που την υποβάσταζαν από τις δύο πλευρές, τελευταίες από μία διπλή σειρά πέντε – έξι γυναικών καθισμένων σε ημίκυκλο, τα χέρια σταυρωμένα στις ποδιές, το ύφος που έδειχνε μεγάλη συμμετοχή και συγκίνηση. Στα πόδια της «πονεμένης» μητέρας, σκυμμένη στη γυμνή γη, η γυναίκα που έκανε χρέη μαμής με τα χέρια που ανίχνευαν στο σκοτάδι του κόλπου της ετοιμόγεννης που ήταν τελείως σκεπασμένη με μία πλατύγυρη φούστα μέχρι τους αστραγάλους. Εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ένα αιματοβαμμένο κουρέλι πεσμένο στη γη, που χρησίμευε στην αυτοσχέδια μαμή για να καθαρίζει τα χέρια της. Εγώ με το κύρος που μου έδινε η επαγγελματική μου ιδιότητα ζήτησα να αδειάσει το δωμάτιο από όλα τα πρόσωπα που δεν είχαν καμία δικαιολογία να στέκονται εκεί, και όταν άκουσα τους καρδιακούς παλμούς του παιδιού, τους είπα με λύπη ότι δεν ήταν πια στη ζωή. Με την ανίχνευση διαπίστωσα ότι το κεφάλι του εμβρύου ήταν σε καλή θέση και ότι η διάταση του στομίου της μήτρας, παρόλο που είχε επιτευχθεί με αδέξιες κινήσεις ήταν σχεδόν ολοκληρωμένη. Εάν διέθετα μία λαβίδα θα έλυνα το πρόβλημα σε λίγες στιγμές, κατόρθωσα όμως να πείσω τη μαμή να διακόψει τις άκαρπες προσπάθειές της και τη βεβαίωσα ότι αφήνοντας ήσυχη τη γυναίκα, με την επανάληψη της φυσικής οδύνης, ο τοκετός θα ακολουθούσε χωρίς κίνδυνο για τη μητέρα. Κι έτσι έγινε. Την αυγή γύρισα στο σπίτι μου αναλογιζόμενος τη μοναδική αυτή εμπειρία που έζησα.

Λίγες ημέρες αργότερα μου έστειλαν δώρο ένα αρνάκι. Μια άλλη, νέα για με, εμπειρία ήταν η συμμετοχή μου στην κηδεία ενός γέρου που πέθανε από απόφραξη νεφρών. Ο πεθαμένος οδηγήθηκε στον τάφο χωρίς φέρετρο, πλαγιασμένος απλώς σε φορείο με τον παπά να προηγείται ψάλλοντας.

Αυτή η εξαιρετική περίοδος της νεανικής μου ηλικίας (ήμουν τότε 30 ετών), που πέρασε σε απόλυτη γαλήνη, σε άμεση επαφή με τη φύση και τη θάλασσα, είχε όμως και αυτή το αναπόφευκτο τέλος της το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου όταν η είδηση της συνθηκολόγησης της Ιταλίας έφθασε και σε μας. Απερίγραπτη ήταν η συγκίνηση και η χαρά μας, αλλά συνάμα και η σύγχυση και το συναίσθημα της ταραχής και του αποπροσανατολισμού, αφού απρόοπτα, από τη μία στιγμή στην άλλη, βρεθήκαμε τελείως αποκομμένοι, έρμαιοι του «μηδενός», μετά την ολοκληρωτική διακοπή των συγκοινωνιών με τη στεριά.

Δε λαβαίναμε πια διαταγές ούτε ειδήσεις, φαινομενικά δε ζούσαμε σε μία κατάσταση ηρεμίας που δεν με δυσαρεστούσε και που δεν κατόρθωνε όμως να εξαλείψει το συναίσθημα εκείνο της εγκατάλειψης, βυθισμένοι στην αβεβαιότητα, ένα συναίσθημα που κάθε τόσο με βασάνιζε. Μετά από μία εβδομάδα της απόλυτης αυτής ηρεμίας, πρότεινα στον επικεφαλής του αποσπάσματος υπολοχαγό, να διατάξει την κατά δόσεις διανομή των εφοδίων, εν όψει της πιθανής μεγάλης διάρκειας της απομόνωσης αυτής. Εκτός των άλλων οι τέσσερεις Γερμανοί, μετά την αναγγελία της συνθηκολόγησής μας δεν είχαν πια κατέβει στα πεδινά για να μοιραστούν μαζί μας τη τροφή. Τουλάχιστον από αυτούς θα ήταν δυνατό να έχουμε ειδήσεις και λεπτομέρειες.

Το βράδυ, μετά το δείπνο στην καραβάνα, συναντούσα τους άλλους δύο αξιωματικούς για να μην πάω να κοιμηθώ σαν τις κότες και να συμμετάσχω από κοντά στα τελείως άγνωστα για μένα προβλήματα της στρατιωτικής ζωής. Ομολογώ ότι τις λίγες φορές που χρειάστηκε να ζήσω σε στρατιωτικό περιβάλλον (το 1941 ένα μήνα εκγύμνασης στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Μιλάνου και το 1942, τρεις μήνες σε μία τοποθεσία της Λιγουρίας, όπου είχαν καταλήξει τα λείψανα μίας μεραρχίας που είχε αποδεκατιστεί στην Αλβανία) δεν είχα αισθανθεί πολύ άνετα λόγω της διαφορετικής νοοτροπίας: λαϊκή, κατά κάποιο τρόπο, και πιο ελεύθερη η δική μου, σκληρότερη και στερούμενη συχνά λογικής ευθυκρισίας η δική τους.

Να ένα παταγώδες παράδειγμα της διαφοράς αυτής των ιδεών: κατά μία τέτοια βραδινή σύσκεψη, κάτω από το αμυδρό φως μιας λάμπας πετρελαίου, ο υπολοχαγός (32 ετών, μελαχρινός, σγουρά μαλλιά, μία μόνιμη πίπα σφηνωμένη στα δόντια) , απευθυνόμενος στον κατώτερο και νεώτερό του (22 ετών) συνάδελφο, εξέφρασε την ανησυχία του γιατί παρατήρησε στους στρατιώτες, όχι μόνο συμπτώματα εκνευρισμού και ταραχής αλλά και επεισόδια δυσφορίας και σε πολλές περιπτώσεις ανυπακοής απέναντί του. Ο άλλος ο νεώτερος ανθυπολοχαγός συμφωνώντας απόλυτα με τον ανώτερό του δεν έκανε άλλο παρά να νεύει συναινετικά. Έτσι την επόμενη βραδιά με πιο ξεκάθαρες ιδέες για τους δύο υπαξιωματικούς (και κυρίως για έναν παχουλό από το Μπούστο Αρσίτσιο) οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν πια κομουνιστές σαμποτέρ, και ενώ αντάλλαζαν γνώμες για πειθαρχικές ποινές που έπρεπε να επιβληθούν, α ο κύριος υπολοχαγός, με συναίσθηση της ύπατης εξουσίας του, εκδήλωσε την απόφασήν του να συστήσει επί τόπου στρατοδικείο για να τους δικάσει και να τους οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα «επί εσχάτη προδοσία». Και στο σημείο αυτό η κοφτή απάντησή μου: «Μπράβο… το θέμα είναι να δούμε τώρα εάν το εκτελεστικό σου απόσπασμα θα σε υπακούσει».

Σ’ αυτό το κλίμα της παρανοϊκής καταδίωξης, που σε πολύ σύντομους χρόνους έφθασε σε μεγάλη ένταση, πολύ γρήγορα έλαβε διάσταση η δυνατότητα μιας άλλης και πολύ πιο σοβαρής από την πρώτη συνωμοσίας. Διαπίστωσα ότι σχεδίαζαν να «καθαρίσουν» τους τέσσερεις γερμανούς, κι αυτή τη φορά συναινούσαν και αυτοί οι δύο, γιατί ο νεαρός υπολοχαγός με λίγα λόγια εξέθεσε το επιθετικό του σχέδιο: «Ανεβαίνουμε στο λόφο σε κυκλωτική παράταξη, κι όταν φθάσουμε στην κορυφή θα είναι εύκολο να τους κτυπήσουμε…σαν να καταστρέφουμε μία αετοφωλιά». Πρόσθεσα εγώ: «…Ωραίο θάρρος 100 κατά 4…με τους οποίους εξ άλλου μέχρι προ μερικών ημερών τρώγαμε το συσσίτιο μαζί»

(Με την ύστερη σκέψη που μου επιτρέπει σήμερα ύστερα από 50 χρόνια να αναλογιστώ και να διηγηθώ όλα αυτά τα περιστατικά υπολογίζω με ρίγη τον κίνδυνο που διατρέξαμε εάν είχαμε αποφασίσει να αντιμετωπίσουμε τους Γερμανούς σαν «εχθρούς» και όχι σαν συμμάχους, όπως συνέβη στην Κεφαλονιά – όπου η βεντέτα τους εξαντλήθηκε με την εξόντωση όλων των 10.000 ενόπλων Ιταλών, φαντάρων, αξιωματικών στρατιωτικών γιατρών και ιερέων και σε άλλες περιπτώσεις και με τη σφαγή ακόμη αμάχων ομήρων).

Την ίδια στιγμή στριφογύριζε βασανιστικά στο νου μου μία ιδέα σχέδιο που κατά τη γνώμη μου θα μας βοηθούσε να διαλύσουμε σύντομα το μπερδεμένο σύνολο υπονοιών και επικίνδυνων εντάσεων μέσα στο οποίο είχαμε παγιδευτεί. Κάλεσα τους συνομιλητές μου να ηρεμίσουν και να καλοσκεφτούν και βασιζόμενος στο συναίσθημα τιμής που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά κάθε καλού στρατιώτη, πρόσθεσα: «Αύριο το πρωί, εγώ κι εσύ (ο νεαρός αξιωματικός) θα πάμε εκεί πάνω, στη φωλιά των γερμανών στους οποίους θα διηγηθώ τι πράγματι συμβαίνει στις γραμμές των στρατιωτών μας, τη στάση ξεσηκωμού εναντίον μας και συνεπώς το ότι μπορεί να λείψει η προστασία μας σ’ αυτούς και γι αυτό θα έπρεπε να ειδοποιήσουν τη διοίκησή τους όσο δεν είναι ακόμη πολύ αργά».

Ευτυχώς τα πράγματα εξελίχθησαν όπως είχα προβλέψει, γιατί την επομένη, μετά την αποστολή μας αυτή, την αυγή μας ξύπνησαν οι ριπές των πολυβόλων. Στο λιμανάκι είχε αγκυροβολήσει ένα σκάφος γερμανικού ναυτικού. Οι ριπές είχαν προέλευση το πλοίο και άλλα στρατηγικά σημεία. Μας ξεκούνησαν όχι μόνον από τον ύπνο μας, αλλά και από τη νωθρή νωχέλεια στην οποία μας είχε βυθίσει η 8η Σεπτεμβρίου και που παραδόξως είχε γεννήσει στο νου των ιταλών στρατιωτικών παιδαριώδεις φαντασίες και ηλίθια όνειρα και διάθεση ρεβάνς τύπου Δον Κιχώτη.

Επειδή ήμουν ο μόνος που μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα τους, με φώναξε ο γερμανός διοικητής ο οποίος μου ζήτησε να του αναφέρω τα ονόματα των δικών μας υπόπτων στασιαστών, εγώ δε, απήντησα ότι δεν επρόκειτο για επώνυμα πρόσωπα, αλλά για «φήμες» που κυκλοφορούσαν μεταξύ των στρατιωτών!

Τη στιγμή που καθίσαμε στο τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό, να που πρόβαλε σαν ένας τζόκερ από τη δέσμη των χαρτιών, ένας λοχαγός του ιταλικού στρατού, συνεργάτης των γερμανών. Σκοπός του ήταν να επιτύχει τη μεταστροφή όλων μας στην «κοινή» υπόθεση του γερμανού συμμάχου, κατά τη γενική συγκέντρωση που έγινε το απόγευμα στον ανοιχτό χώρο κοντά στον καταυλισμό μας, επιστράτευσε ολόκληρο το πάθος της ρητορικής του δεινότητας (ως και αφρούς από το στόμα έβγαζε…) για να μας πείσει και να μας παρασύρει στις δικές του θέσεις, ακόμη και την ανανεωμένη ανακραυγή του «αλλόνζαμνφάν ντε λα πατρί». Μάταιος κόπος, μάταια λόγια γιατί κανένας δε συγκινήθηκε και κατά την επιβίβαση που έγινε κατά το σούρουπο, μας αφόπλισαν!

Μας έστειλαν όλους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Εν τω μεταξύ εγώ, επωφελούμενος από τη μεγάλη σύγχυση που προκάλεσε η άφιξη του γερμανικού σκάφους, έκρυψα ολόκληρο το φαρμακείο και άλλο ιατρικό υλικό και το παρέδωσα στον πρόεδρο της κοινότητας του νησιού, ένα φίλο που πολλές φορές με είχε πάρει στη βάρκα του για ψάρεμα. Φορούσε πάντα και μόνον μία βαθειά χειροπλεγμένη μάλλινη φανέλα, ένα δάκτυλο πάχους.

Ο χωρισμός μου από τη γη αυτή που τόσο αγάπησα, ήταν συγκλονιστικός. Ένα πυκνό πλήθος ατόμων, κατά το πλείστον γυναίκες, ήλθαν να μας χαιρετίσουν πριν από την επιβίβαση. Έσφιξα πολλά χέρια, τραβώντας βιαστικά τα δικά μου χέρια πίσω, από όσους ήθελαν να τα ασπαστούν, με δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου σε μία αλλόκοτη τραγική μάσκα, με ένα χαμόγελο, ποιος ξέρει πόσο προσποιητό και γελοίο.

Η βασανιστική σκηνή του αποχαιρετισμού, που με απομάκρυνε από τον κόσμο των Αντικυθήρων , μπλοκάρισε τη σκέψη μου με τρομερή ένταση τη στιγμή που το πλοίο έλυσε τους κάβους . Αέρας δεν φυσούσε και η θάλασσα ήταν καθαρή, καθώς πέφτει το σκοτάδι της νύχτας αντιλαμβάνομαι ότι έχω μείνει μόνος στο κατάστρωμα ανάμεσα σε λίγους εντεταλμένους της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης γιατί όλοι οι άλλοι ήταν απασχολημένοι με διάφορες ναυτικές ασχολίες ή υποχρεωμένοι να μεταφέρουν άρματα μάχης.

Βυθισμένος στην μοναξιά εκείνης την νύχτας (γύρω στις 30 Σεπτεμβρίου 1943) σκεπτόμουν τις αιτίες για το πλήθος των «πλεονεκτημάτων» τα οποία μου φαινόταν ότι απολαμβάνω: αυτό το είδος ιδιαίτερης εκτίμησης απτην πλευρά του γερμανού διοικητή εξαιτίας του γεγονότος ότι ήξερα να εκφραστώ στη γλώσσα του και γι’ αυτό ένιωθα ευγνωμοσύνη στη σκέψη της μνήμης του πατέρα μου που το 1934, στο τέλος του πρώτου έτους του Πανεπιστημίου της Μπολόνια , με είχε στείλει για ένα διάστημα τεσσάρων μηνών στη λίμνη της Κοστάντσα στη Γερμανία, και όταν ήρθε να με υποδεχτεί στο Μιλάνο, του είχα εκδηλώσει τη χαρά μου για την καινούργια εμπειρία που είχα ζήσει και την οποία θεωρούσα εξίσου σημαντική με το πτυχίο ιατρικής το οποίο «εκείνος» επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσω.

Σίγουρα , και χωρίς να το θέλω ζούσα μια στιγμή «ευτυχίας» του ταξιδιού στα τόσο ασυνήθιστα ήρεμα νερά της Μεσογείου, ώστε να δικαιολογούν τη σύγκριση με μια τεράστια κηλίδα λάδι, μια ανέλπιστη τύχη μετά τις βασανιστικές εμπειρίες που περιέγραψα πιο πάνω. Μόνο μια φορά σε όλη τη διάρκεια της νύχτας είχα προσέξει μια κάποια κίνηση συναγερμού γύρω από τις δύο θέσεις του πυροβολικού και αμέσως σκέφτηκα πως θα επιβιώσω στην περίπτωση που θα έπεφτα στη θάλασσα: θα έκανα τον πεθαμένο ενώ είμαι ζωντανός για να γλιτώσω. Είχαμε ακόμη ταξίδι λίγης ώρας και το βλέμμα μου είχε μαγευτεί από το σκηνικό του λιμανιού του Πειραιά. γεμάτο ήλιο και με τη λαμπερή επιφάνεια της θάλασσας πάνω στην οποία γλιστρούσε γλυκά το καράβι μέχρι την ώρα της αποβίβασης γύρω στις οκτώ.

Ολόκληρη η ομάδα μας εγκαταστάθηκε σε ένα τεράστιο χώρο συγκέντρωσης μαζί με άλλους στρατιώτες, σε μένα παραχωρήθηκε άδεια πρόσβασης με τη διαταγή να φορώ το περιβραχιόνιο με το έμβλημα του ερυθρού σταυρού, και ένα «ωραίο δωμάτιο» σε ένα ξενοδοχείο το οποίο εγκατέλειψα μετά την πρώτη νύχτα εξαιτίας της επίθεσης αμέτρητων αηδιαστικών κοριών. Επίσης από την αποπνικτική ζέστη, καλύτερα κοιμόσουν στο έδαφος σε μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την περίφραξη του στρατοπέδου πλήθος ελλήνων προσέφερε στους στρατιώτες ποτά και φρούτα και τους προσκαλούσαν με νοήματα να βγούνε έξω για να κάνουν παρέα . Όσον αφορά την εγκαρδιότητα των σχέσεων μεταξύ του ελληνικού λαού και των ιταλών στρατιωτών, εξαιρώντας την προσωπική μου μαρτυρία, ειπώθηκε πως ακόμη και κατά τη διάρκεια των ενεργών περιόδων του πολέμου, και παρά την έντονη αντίθεση η εγκαρδιότητα αυτή ήταν τόσο πολύ φανερή, ώστε κέντρισε το χιούμορ του Τσώρτσιλ ο οποίος χαρακτήρισε το σώμα της ιταλικής αποστολής σαν «στρατιά: Σ’ αγαπώ» δηλαδή στρατιά της αγάπης.


Τουλάχιστον ανάμεσα στους λαούς των αρχαίων φωτεινών πολιτισμών όπως ο ελληνικός και ο ρωμαϊκός δεν είναι εύκολο να χαλιναγωγήσεις τα συνήθη « αρχέτυπα» συναισθήματα μεταξύ των οποίων υπάρχουν προφανώς και κάποια λιγότερο ευγενή όπως η πονηριά, Έτσι κι εγώ έξω από το στρατόπεδο της «ψευτοφυλακής» παρατηρούσα με αισθήματα συμπάθειας χαιρετισμούς, χαμόγελα, σκόπιμες προκλήσεις έτσι για να βρισκόμαστε σε κουβέντα, και υπήρχαν πάντοτε κοπέλες που με τα «μαύρα τους μάτια» σου αιχμαλώτιζαν το βλέμμα. Πολλές φορές περιπλανώμενος στους γεμάτους δρόμους του Πειραιά, είχα καταφέρει να μην δίνω προσοχή στους πειρασμούς των παιχνιδιών τους. Έπειτα από κάνα δύο μέρες άσκοπης καθυστέρησης και αφού περιμέναμε ότι οι γερμανοί θα οργάνωναν όπως έλεγαν τη μεγάλη επιχείρηση της επιστροφής μας στην Ιταλία, και σπρωγμένος από την ανομολόγητη κατά κάποιο τρόπο επιθυμία μου να ζήσω μια αισθηματική περιπέτεια που σε μένα φαινόταν απόλυτα θεμιτή, κατέληξα να δεχτώ την πρόσκληση δύο όμορφων κοριτσιών και να τις ακολουθήσω σ ένα σπίτι όπου ανάμεσα σε ωραία χαμόγελα και εξευμενιστικές προσφορές φαγητού, μου εξέθεσαν ξεκάθαρα το σχέδιό τους, να με ξαναστείλουν στο σπίτι μετά από μια. φάση «μαγική» μεταμορφώνοντάς με. Εν ολίγοις θα άλλαζα δέρμα, θα έβγαζα τη στολή και θα φορούσα πολιτικά ρούχα που θα μου είχαν προμηθεύσει, θα ζούσα «μαζί τους μεταμφιεσμένος σε έλληνα (ευτυχώς που είχα αρχίσει να μιλάω τη γλώσσα τους) περιμένοντας τον επαναπατρισμό μου χάρις στην αποτελεσματικότητα μιας μυστικής εγγλέζικης οργάνωσης που είχε κανονίσει τη νυχτερινή επιβίβασή μου σε ένα υποβρύχιο το οποίο θα με μετέφερε στην Αίγυπτο και από εκεί με ένα άλλο μακρύ και δύσκολο ταξίδι θα έφτανα στην πατρίδα μου που τόσο επιθυμούσα.

Translation in Greek

Charilaos Vassilas

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου